- παγαρχία
- παγαρχία, ἡ (Α) [παγάρχης]1. διοικητικό διαμέρισμα, περιφέρεια την οποία διοικούσε ο παγάρχης2. η εξουσία, το αξίωμα τού παγάρχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγαρχίας — παγαρχίᾱς , παγαρχία district under a fem acc pl παγαρχίᾱς , παγαρχία district under a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)